Εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι της Παρασκευής, προπαραμονής των Βαγιών του 195… πολύς κόσμος , κυρίως παραχωριανοί, είχε μαζευτεί στην Καλαμωτή. Ασυνήθιστη κίνηση, έντονες συζητήσεις και φωνές στους δρόμους και τα στενά που οδηγούσαν από την Απλάδα , νοτιοανατολικά του χωριού, στην Πλατεία του.
- Μαρή Γιωργία ίντα ειν ετούο το ανεπουμπουλίκι εφτού κάτω ? ρώτησε φωναχτά η Στελιανή η Ξεναρού την Σμαρνήαινα που μόλις είχε φτάσει στην Αγ. Κυριακή από την Πάνω Πόρτα.
- Θαρρώ πως επόλυκεν το Ρηδονικείο και πηαίνουν όλοι στην Πλάτσα στα καφενεία , της απάντησε η γειτόνισσα και μπήκε βιαστικά στο πατρικό της σπίτι.
Πράγματι πριν λίγο είχε διακοπεί για μεσημέρι η συνεδρίαση του Ειρηνοδικείου Μαστιχοχωρίων και θα συνεχιζόταν αργότερα το απόγευμα.
Ηταν η τελευταία συνεδρίαση του, πριν τις διακοπές του Πάσχα με φορτωμένο το Πινάκιο των προς εκδίκασιν υποθέσεων. Γιαυτό και το πλήθος του κόσμου στην Καλαμωτή εκείνη την ημέρα.
Ο κ. Γιώργος ( Γιωργό για τους φίλους του ), που παρακολουθούσε την συνεδρίαση του Δικαστηρίου , αποχώρησε λίγο πριν την διακοπή και κατευθύνθηκε στην Κάτω Πλατεία όπου και η ταβέρνα του φίλου του , του Δημοσθένη του Κλαδιά.
Ένα ούζο , με δυο τρεις ελιές, δυο ντοματάκια της ρέστας και καμιά πιπεριά τουρσί, λόγω της νηστείας, θα ήταν ό τι έπρεπε πριν το μεσημεριανό του φαγητό στο σπίτι. Ηταν εκεί γύρω στα 55 του, ευσταλής και πάντοτε καλοντυμένος, σπουδασμένος νομικός που όμως δεν άσκησε την δικηγορία στην ζωή του.
Βαθύς γνώστης των πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων, συντηρητικός στις απόψεις του και δεινός χειριστής της καθαρεύουσας , εντυπωσίαζε με τον λόγο του.
Ζούσε στην Αθήνα από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια ενώ στην Καλαμωτή ,τον γενέθλιο τόπο του, ερχόταν τις γιορτές όπως τώρα και τα καλοκαίρια μέχρι αργά το φθινόπωρο για το κυνήγι.
Κάθισε μόνος του, όπως το συνήθιζε ,στο τραπεζάκι στο βάθος δίπλα στο τεζάκι του Δημοσθένη για να ανταλλάσσουν καμιά κουβέντα , αστεία συνήθως ,κουτσοπίνοντας.
Δεν πέρασε ένα τέταρτο της ώρας και κόσμος πολύς από το Δικαστήριο γέμισε τα εστιατόρια , τις ταβέρνες και τα καφενεία της Πάνω και της Κάτω Πλάτσας. Γέμισαν και τα τραπέζια του Δημοσθένη μέσα κι έξω κι άρχισαν βιαστικές οι παραγγελίες.
Ο κάπελας, ψύχραιμος στην ευθυμία του, (είχε ξεκινήσει , όπως πάντα, από νωρίς τις <<μεταλαβιές της Απαλαρίνας>> ) έδινε φωναχτά τις <<διαταγές >> στην κουζίνα στη γυναίκα του την Μαριγή και σε έναν για την περίσταση βοηθό τους.
Τότε συνέβη το αναπάντεχο!! Μια παρέα παραχωριανών – η προφορά τους πρόδιδε Δυτικά Μαστιχοχώρια- πρόσεξε τον μοναχικό κύριο στο τραπεζάκι στο βάθος της ταβέρνας.
Θυμήθηκαν στο πρόσωπο του τον σοβαρό ,με κουστούμι και γραβάτα, άγνωστο τους στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου του Ειρηνοδικείου , που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την διαδικασία από το πρωί και που πότε- πότε μιλούσε χαμηλόφωνα με παρακαθήμενο του, επίσης άγνωστο σε εκείνους.
Η περιέργεια τους έφτασε σε σημείο έξαψης!
- Μα ποιος ειν τέλος πάντων εφτός ο κύριος ? είπαν μεταξύ τους.
Με τα πρώτα πιάτα που έφερε ο Δημοσθένης δεν άντεξαν:
-Κύριε Δημοστένη , με το παρντόν , ο κύριος εφτός που κάεται μονάχος του εκεινά δίπλα στο τεζάκι , ποιος είν? Καλαμωτούης? Χωραίτης?
Ο κάπελας άφησε προσεκτικά ένα – ένα τα πιάτα στο τραπέζι, γύρισε και κοιταξε πίσω του, βεβαιώθηκε για το πρόσωπο και παίρνοντας το πιο σοβαρό του ύφος είπε δήθεν απορημένος:
-Ποιον λέετε ? Τον .… Εισαγγελέα? Καλά εν εξέρετε τον Εισαγγελέα? Πρώτη βολά τον εβλέπετε?
Αναυδοι οι παραχωριανοί της παρέας. Ώστε ο κύριος Εισαγγελέας ήταν αυτός ο άγνωστος κύριος Γρήγορα όμως συνήλθαν και πρόλαβαν να ξαναρωτήσουν δειλά
-Και ίντα ήρτεν να κάμει στη δίκην?
Ετοιμόλογος ο Δημοσθένης δεν αιφνιδιάστηκε.
-Ηρτεν για επιθεώρησην , είπε σχεδόν συνομωτικά και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Στο μυαλό του όμως άρχισε να σχεδιάζει την συνέχεια!
Το << Εισαγγελέας >> δεν το είχε πει για πρώτη φορά . Αντίθετα έτσι αποκαλούσε συχνά τον φίλο του νομικό όταν ήθελε να τον πειράξει.
- Βρε …! είπε σιγανά στον Γιωργό όπως περνούσε χωρίς να γυρίσει να τον δει.
Θαρρώ πως α καλοπεράεις σήμερι. Εφτοί εκεινά ρωτήσαν ποιος είσαι
Και δεν συνέχισε
Το Γιωργό έριξε μια ματιά προς τα έξω. Βεβαιώθηκε ότι όλοι οι θαμώνες ήταν άγνωστοι και κοίταξε το ρολόι του. Ειχε ακόμα ώρα για το μεσημεριανό στο σπίτι,
σούπα φακή, με παξιμάδια φουρνιστά της Κουάνας και ελιές της άρμης
Πέρασε λίγη ώρα και ο Δημοσθένης έφερε τα δεύτερα πιάτα στην περίεργη παρέα. Δεν πρόλαβε καλά καλά να τα αποθέσει κι έγινε τότε το καλλίτερο! Το τελειωτικό!
- Κύριε Δημοστένη ξέρεις τον καλά τον κο Εισαγγελέα? ρώτησε ένας από την παρέα
- Τον εξέρω , ίντα θείτε?
- Να, λέμεν αν εεις τίποτι καλό μεζέ να τον κεράσοεν ένα ούζο, είπε και συνέχισε
Α δεν τον προσβάλλομεν βέβαια. Ιντα λεεις και συ , μην ευρομεν και τον εμπελάν μας?
- Εν εξέρω, γιατί ειν ακατάδεχτος και μούπεν πως νηστεύγει κιόλας. Α τον αρωτήσω κι α δούμε. Εν πιστεύγω πάντως, σάμπου λέετε ,πως ανάβρετε και τον εμπελά σας
Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους και τον πρόλαβαν μόλις έφευγε!
- Ε άμοντις έχεις τίποτι καλόν νηστήσιμον?
Ο λόγος τους αυτός ήλθε <<εις το προκείμενον >> δηλαδή σ αυτό που ώρα σχεδίαζε ο ευρισκόμενος σε ευθυμία κάπελας
- Ακούτεν, τους απάντησε . Χταπόδια και καλαμάρια εφύανε. Εχει όμως ακόμα ένα μισοκάρικο , το πολύ 250 δράμια αστακό! Ιντα λέετε α του τον βράσω α θει? για όχι?
- Ναι , ναι σύφφωνοι. Σύφφωνοι! Μόνο να θει! πετάχτηκε όλη η παρέα
Ο Δημοσθένης κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι συγκρατώντας μετά βίας ένα ξέσπασμα γέλιου και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Πριν ανέβει το σκαλοπάτι της ταβέρνας , με τον δίσκο που σέρβιρε υπό μάλης αριστερά, και με μια άσπρη πετσέτα στον δεξιό ώμο διπλωμένη κατά μήκος, σταμάτησε.
Εριξε μια ματιά στην παρέα, στράφηκε μετά στο Γιωργό , ξερόβηξε και φώναξε όσο πιο σοβαρά μπορούσε.
- Κε Εισαγγελέα! Τα παιδιά εδώ ( κι έδειξε την παρέα ) παρακαλούν , μέρες πούναι, να σας κεράσουν ένα ούζο! Τι λέετεν εσείς? Το Γιωργό σηκώθηκε αργά από την καρέκλα, έστρεψε το βλέμμα του αρχικά προς την παρέα διερευνητικά και αμέσως μετά στον Δημοσθένη. Εκανε μικρή συναινετική κλίση της κεφαλής και φώναξε δυνατά: ΔΕΚΤΟΝ !!!
Τίποτα άλλο. Και ξανακάθισε.
Σε λίγη ώρα είχε μπροστά του ένα καραφάκι Χιώτικο ούζο και μια πιατέλα μ ένα ανοιγμένο φρεσκοβρασμένο λαχταριστό αστακό της Κώμης περιχυμένο με μπόλικο λαδολέμονο!
Σήκωσε το ποτήρι του προς την παρέα και ευχήθηκε . Εις υγείαν !
- Και του χρόνου!! Και συνέχισε ευωχούμενος .
- Ευχαριστούμεν! Στην υγειά σας! Και του χρόνου με το καλό!
Ευχήθηκε και η παρέα
Εις υγείαν!! Τούπε φωναχτά κι ο Δημοσθένης , ακουμπισμένος όρθιος στο τεζάκι του σηκώνοντας ψηλά και το δικό του ποτήρι!
Και γελώντας συμπλήρωσε χαμηλόφωνα:
Και καλή χώνεψη…!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου