Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Κίβδηλες και αυθεντικές «αναπλάσεις»: Προφητεύοντας την τουριστική υπεραξία στην Κώμη,του Κώστα Προμπονά

 


Άρχισαν νωρίς τα μελτέμια της Αγια-Μαρκέλλας και πορεύομαι για πρωινό ψάρεμα αναγκαστικά για μια μαστιχοχωρούσικη παραλία, υπήνεμη στο βοριά. Η Κώμη φαντάζει η πιο γρήγορη λύση. Στη διαδρομή, 6 το πρωί, παρατηρώ  τις ηρωικές μορφές των μαστιχοπαραγωγών πίσω από τα τζάμια των, συνήθως καινούργιων, αγροτικών. Απορροφημένοι, όπως ο Πύρρος Δήμας πριν το ολυμπιακό ρεκόρ στην άρση βαρών! Ο καθένας τους, καθημερινά αυτές τις μέρες σηκώνει στη πλάτη του δεκάδες εικοσπεντάκιλα σακιά άσπρου χώματος μέχρι να πάει μεσημέρι να γυρίσει στο χωριό. «Ω, πώς διάγω αμέριμνος!» σιγοψέλνω το προσόμοιο, νιώθοντας τύψεις. Πάω για ψάρεμα κυρίως επειδή δεν θέλω να με βλέπουν να σουλατσάρω  άεργος στο χωριό με την πιο αυστηρή εργασιακή ηθική στα Βαλκάνια. Όπου παλιότερα, αν 10 το πρωί συλλαμβανόσουν εποχούμενος στην Κάτω Πόρτα σου φώναζαν «Χρόνια Πολλά» γιατί μόνον ο έχων την ονομαστική του εορτή δικαιούταν αργίας!

Οι ξακουστοί ψαρότοποι της Κώμης που πριν τρεις δεκαετίες μετρούσες μια ντουζίνα μεγάλους ροφούς και ένα κοπάδι συναγρίδες εκατό μέτρα ανοιχτά από το λιμάνι έχουν πια παρακμάσει. Ίσως δεν φταίει μόνο η ένταση της αλιευτικής προσπάθειας, τώρα που έχουμε συγκεντρωθεί τόσοι ερασιτέχνες και επαγγελματίες στο αλιευτικό καταφύγιο της Κώμης. Όλος ο δίαυλος έχει πια μια επίμονη θολούρα, ένα σταθερό ίζημα στα φύκια, προϊόν ίσως ενός από τους πιο ρυπασμένους κόλπους της Μεσογείου, του κόλπου της Σμύρνης. Η συνολική βιόμαζα, αυτός ο αριθμός των ταπεινών, φθηνών ψαριών, φυτοφάγες σάλπες και λεσεψιανοί γερμανοί, καλόγριες και κοπάδια δολώματος, είναι ασυγκρίτως φτωχότερα από τη δυτική Χίο που κοιτά στο Αιγαίο.

 Κανείς  όμως δεν περιμένει από την Κώμη να εφοδιάσει με ψάρια την καλοκαιρινή Χίο, με την εξαίρεση  κάποιων επώνυμων εύπορων που θα βρουν τον τρόπο να γευθούν τα ακριβοθώρητα ψάρια της, Α’ κατηγορίας. Γιατί η Κώμη έχει αναδειχθεί  ως ο πυλώνας της βαριάς τουριστικής βιομηχανίας στη Νότια Χίο. Δεν είναι η Κώμη των αμπελώνων πια αν και οι ρέκτες συνεχίζουν να μη το βάζουν κάτω: Ο Γιώργος Γεωργίτσης με τη σύντροφό του Μαρία ενθουσιασμένοι μου μιλούν για την καλύτερη φέτος  χρονιά της δεκαετίας για τα κλήματα του Αυγουστιάτη στην Κώμη. Ο οινοποιός ενός από τα πιο συναρπαστικά κρασιά της Χίου παρατηρεί την πλήρη απουσία ασθενειών αλλά και την παράξενη-κακό αυτό!- μείωση της σφήκας και των συγγενών επικονιαστικών ξάδελφών της.

Το όραμα της Κώμης πια ταυτίζεται για τη σημερινή Δημοτική Αρχή με κάποιο προάστιο του Μαϊάμι. Όμως πρόκειται για την μεσανατολίτικη εκδοχή του. Γιατί η Βόρεια Αμερική-όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση τουλάχιστον σώζουν τα προσχήματα προκειμένου για την τήρηση των στοιχειωδών στην προστασία του Περιβάλλοντος! Και ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια εδώ, αναγνωρισμένα από διεθνείς συνθήκες όπως η Συνθήκη Ραμσάρ, είναι ότι όσες παράκτιες περιοχές, όπως η Κώμη, φιλοξενούν υγροβιότοπους χρειάζονται προσεκτική διαχείριση.  Τι κρίμα! Οι τόνοι τσιμέντων του Κάρμαντζη έφτασαν μέχρι τον ρύακα του Έλους Κώμης εγκιβωτίζοντας και τσιμεντάροντας την κοίτη του. Σε παρόμοιες περιπτώσεις οι καταβολές προστίμων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν άργησαν…

Ο Λώρενς Ντάρελ, στο βιβλίο του «Τα Ελληνικά νησιά» αξιολογούσε, με οριενταλιστική προκατάληψη τα Μαστιχοχώρια ως αδιάφορα και ίσως σήμερα, μετά από μισό αιώνα θα ήταν πιο αυστηρός, αν περπατούσε στα μέσα της καλοκαιρινής σεζόν τον τραχύ, γκρίζο δρόμο της «ανάπλασης» στο αμμώδες επίνειο της Καλαμωτής. Αλλά αντικρίζοντας τον φετινό Ιούλιο τον απαστράπτοντα  Σινε-Προφήτη, μπροστά στην παραλία , o Άγγλος Flâneur θα σταματούσε, θα κερνούσε τον εαυτό του μια χιώτικη μπύρα και απολαμβάνοντας μια βραβευμένη ταινία θα σκεπτόταν τον αρχαίο Ρωμαϊκό θεό Ιανό, ως την πιο εύλογη αλληγορία για την περιβόητη τουριστική ανάπτυξη σε όσα νησιά «άργησε να έλθει»

Δεν συμμερίζομαι την άποψη που υπονοείται στο πρόσφατο εξαιρετικό βιβλίο για τα αλλοτινά σινεμά του  Δημήτρη Φρεζούλη, ότι πέρασαν τα χρόνια που άνθιζε ο κινηματογράφος και γοήτευε όλες τις πιο παλιές γενιές. Αλλά σημασία δεν έχει τί λέω εγώ όταν έρχεται ένα κέντρο πολιτισμού, όπως το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου και τοποθετεί το θερινό σινεμά εκεί που του αξίζει, με το φετινό πρόγραμμα του μητροπολιτικού Πάρκου «Park Υour Sinema». Ο Πατρικούσης Αργύρης Ρηγάκης-πάντα πίστευα ότι τα Πατρικά διαθέτουν στη γονιδιακή δεξαμενή τους άτομα ασυνήθιστης ευφυΐας- το κατανόησε έγκαιρα και  μπορεί να υπερηφανεύεται δίκαια για την ξεχωριστή  γοητεία του Σινε-Προφήτη, ως το εξέχον σκηνικό του Χιώτικου καλοκαιριού, ως μοναδική εμπειρία επαφής με την τέχνη και ως χώρος που μένει αξέχαστος για  την υψηλής ποιότητας αισθητική του.

Τα τελευταία χρόνια στερηθήκαμε πολλά, αυτό το καλοκαίρι όμως  είναι διαφορετικό . Κάτω από τον πανέμορφο νυχτερινό  ουρανό της Νότιας Χίου, βλέποντας ψηλά την πανσέληνο, ακούγοντας τον φλοίσβο της ακρογιαλιάς και τον αξάνεμο, νιώθεις να μοιράζεσαι  την ονειρικά αισιόδοξη διάθεση της κομεντί του Κεν Λόουτς-θα προβάλλεται μέχρι την Πέμπτη 14 Ιουλίου, ύμνος στις έννοιες της αλληλεγγύης  και της συλλογικής δράσης ατόμων σαν τον Αργύρη και την καθηγήτρια θεατρολόγο σύζυγό του. Τελικά,  αυτή εδώ η χώρα,  αυτό εδώ το νησί, απολαμβάνει σταθερά την καλή τύχη να την επισκέπτεται ενίοτε ο από μηχανής θεός. Οι περισσότεροι Έλληνες μοιάζουμε με τον ήρωα της ταινίας  Έρικ , τον  μεσήλικο ταχυδρόμο που καταριέται την τύχη του, οπαδό της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ, ο οποίος περνά μια βαθιά ψυχολογική κρίση τσακισμένος από τα χούγια μιας πολιτικής που αφήνει εξαχρειωμένα τα μεγαλύτερα  τμήματα πληθυσμού σε μια καταδικαστική, χαμηλόμισθη διαδρομή ζωής.  Και εκεί, ο πρώην άσος της ομάδας, αυτοπροσώπως ο Ερίκ Καντονά, εμφανίζεται από το πουθενά, με μερικές πολύτιμες οδηγίες ζωής. Ιδού μια απολαυστική,  αιχμηρή, αδιανόητη μέχρι χθες, πρωτοβουλία για τη Νότια Χίο. Διαψεύδοντας την κατήφεια και την πολιτισμική απαισιοδοξία του πρόσφατου σχόλιου της έγκριτης «Αλήθειας» που ρωτούσε ρητορικά: «Ούτε φέτος θερινός κινηματογράφος στη Χίο;






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου