Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Η Ιστορία ενός ανθρακωρύχου από την Καλαμωτή





Αρχές του 1950 και μετά πήγαν οι πρώτοι  Έλληνες μετανάστες,  στο Βέλγιο για να εργαστούν ως ανθρακωρύχοι. Μια δουλειά απάνθρωπα σκληρή, πνιγμένη στην καρβουνόσκονη, ανάμεσα σε τρυπάνια και φτυάρια, σε ράγες και βαγονέτα, μέσα σε γαλαρίες και σε στοές, που έφθαναν μέχρι τα 500 μ. και κάποιες φορές μέχρι και τα 1200 μ. κάτω από τη γη.

Άνθρωποι που επέλεξαν τα τάρταρα της ξενιτιάς, από την αβάσταχτη φτώχεια της πατρίδας τους, ως αποτέλεσμα  της βαρβαρότητας του πολέμου.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Μιχάλης Καππούς, ένα από τα τέσσερα παιδιά του Νικόλα και της Θεοδώρας Καππού που γεννήθηκε το 1945 στην Καλαμωτή.

Ο Μιχάλης αφηγήθηκε στον Γιάννη Κωσταρή την ιστορία του την οποία έχει δημοσιεύσει στο βιβλίο που έχει εκδώσει -ΤΟ ΧΩΡΙΟ.- Ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, τους αυτοτραυματισμούς του στα ορυχεία για να παίρνει άδειες,τις δουλειές μετά την σύνταξη στο Βέλγιο,την επιστροφή και τις δυσκολίες της οικογένειας στην κλειστή κοινωνία του χωριού.

Έφυγα από το χωριό δεκαεφτάμισι χρονών, ο αδελφός μου ήταν ναυτικός, εγώ την θάλασσα δεν την ήθελα, τι μπορούσα να κάνω? άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο. Στο Βέλγιο ήταν μια εξαδέλφη μου, είχε πάει με τον άνδρα της, εγώ πήγα σαν τουρίστας, τουρίστας άπορος, είχε δανεισθεί ο πατέρας μου δυο χιλιάρικα και ένα χιλιάρικο που είχα εγώ, ήταν τα εκατό δολάρια που έπρεπε να έχεις μαζί σου.Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1963 πέρασα την Ειδομένη με το  τραίνο, Μόναχο, Κολωνία και μετά Βέλγιο. Όταν βγαίνω από το τραίνο, λέω που είμαι? στ΄ανάθεμα? είχα κι ένα κατοστάρικο, πήγα σε μια φριτερί που έχουν εκεί με πατάτες, δείχνω τι θέλω, μου ΄ δωσε, μεγάλος άνδρας, ούτε σακάκι δεν φορούσα,  με τη φανέλα, άρχισε η άλλη και έβριζε, της λέω δεν πα να βρίζεις, παρ΄τα φράγκα, ελληνικά, μήπως είχα βελγικά?μου κτυπάει κάποιος την πλάτη, γυρνάω βλέπω,Έλληνας είσε ρε? ήταν κάποιος Αντώνης, μάλαμα άνθρωπος, έμεινα σ΄αυτόν κάμποσο καιρό, κανά πεντάμηνο έμενα στην σοφίτα, είχε ένα καφενείο κι εγώ καθάριζα τα τραπέζια και τέτοια, όπου έβλεπα την γόπα πήγαινα και την έπαιρνα. Βρήκα δουλειά με χίλια ζόρια  στα ανθρακωρυχεία, στο Σαρλερουά. Τότε έβαλα και σακάκι, με δόσεις βέβαια.

Όλοι στα ανθρακωρυχεία δούλευαν, όλοι.......η δουλειά ήταν μαρτύριο ......,ήμουν εννιά μήνες χωρίς δουλειά, όταν μου εξήγησαν τι είναι και τι δεν είναι, λέω ανθρακωρυχεία του κερατά. Επειδή ήμουν ανήλικος  με βάλαν μια βδομάδα στην επιφάνεια,στην επιφάνεια δεν είχε φράγκα, λέω τι θα κάνω , πάω πιάνω αυτούς τους λίγους που ήξερα, εγώ λέω θέλω να κατέβω κάτω, μου δώσαν ρούχα μπαίναν τρεις Μιχάληδες μέσα. Αρχίνησα από τα πεντακόσα είκοσι μέτρα και έφθασα στα χίλια διακόσια πενήντα , εκεί πήγα τρεις μέρες , την τέταρτη δεν άντεξα, δεν άντεξα την ζέστη,λέω άντε γεια.Τρεις χιλιάδες άτομα δούλευαν εκεί, Βέλγοι, Φλαμάνοι, ......., πάλι Βέλγοι.....,Έλληνες, Ιταλοί, Τούρκοι, Μαροκινοί, Πολωνοί, Γερμανοί, απ΄όλες τις ράτσες ήταν μέσα εκεί. Όσα δούλευα στα ξένα πηγαίναν στην ταβέρνα,ίσα - ίσα να πληρώνω το ενοίκιο μου και να τρώω και να πίνω, τίποτε άλλο, μέχρι  που κουκουλώθηκα, μετά από τρία χρόνια στο Βέλγιο γνωριστήκαμε με την Ευαγγελία και αρραβωνιαστήκαμε το 1966 και τον άλλο χρόνο παντρευτήκαμε.Στην Ελλάδα δεν ήλθα γιατί με ψάχνανε για το στρατό.

Πήρα την σύνταξη το 1976 τριάντα δύο χρονών, στα δέκατριάμισι χρόνια, αφού ήμουνα σακάτης....το κύριο είναι το αναπνευστικό, όλοι απ΄αυτό θα πάμε οι ανθρακωρύχοι .....,οι Βέλγοι καθότανε και είκοσι πέντε - τριάντα χρόνια, εγώ ήθελα να πάρω σύνταξη, τον καιρό εκείνο κλείνανε τα ανθρακωρυχεία.Εν το μεταξύ είχα μια δουλειά χρυσωρυχείο ,μερεμέτια ήμουνα σε μια εταιρεία που είχε τριάντα τρεις πολυκατοικίες και μέχρι διακόσια πενήντα σπιτάκια μονοκατοικίες και τα΄φιαχνα,όχι μόνος μου βέβαια,με εργάτες. Έξι - επτά χρόνια δούλεψα εκεί έπαιρνα την σύνταξη μου,δεν μπορούσα να δηλώσω, δήλωνα τέσσερα μεροκάματα τον μήνα, τ΄ άλλα όλα ήτανε μαύρα.Φύγαμε για να μην μπλέξουν τα παιδιά, τον καιρό εκείνο τα παιδιά δεν τα ρωτάς  δεν ήμουν αυστηρός με καμιά και με κανέναν,αλλά όταν ήρθαμε στο χωριό ήθελα να πηγαίνουμε με τα βήματα του χωριού. Εγώ έφευγα   στο μεροκάματο κάθε μέρα, τη δουλειά δε θυμάμαι να την έχω σταματήσει ποτέ από έντεκα χρονών και τώρα που δεν μπορώ να περπατήσω, φεύγω πάω βγάζω δύο χορταράκια κι έρχομαι μέσα.Κήπο βάζουμε μόνο για μας, πρόβλημα το αναπνευστικό.

Δυστυχώς όμως για τον Μιχάλη  το αναπνευστικό ήταν η αιτία του θανάτου του στις 22 Νοεμβρίου το 2015 σε ηλικία 70 ετών.Ο θάνατος του σκόρπισε θλίψη στην οικογένεια του και λύπησε τους συγχωριανούς του και όσοι τον γνώριζαν.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου