Ένα παρελθόν χωρίς εξωραϊσμό
«-Όταν αντίκρισα την Ελάτα, ο νους μου πήγε στα απόκρημνα, αρχαϊκά κεφαλοχώρια της Σικελίας, της Σαρδηνίας, της Κορσικής, …» μου έλεγε ένας κοσμογυρισμένος τουρίστας κάτω από τα τείχη του μοναστηριού της Παναγιάς, τοπόσημου μνήμης για τους απανταχού Λατούσους.
Ο οικισμένος χώρος των βουνών της Δυτικής Χίου χάνεται μέσα σε μια πολύ πλατιά έκταση, όπου η κυκλοφορία δεν ήταν ποτέ εύκολη, ένας χώρος που στερείται μοιραία τη δυνατότητα να έχει επαφές και ανταλλαγές, απαραίτητες για την ανανέωση κάθε πολιτισμού. «Το βουνό είναι υποχρεωμένο να ζει από τους δικούς του πόρους στους ζωτικούς τομείς, να παράγει πάση θυσία τα πάντα, να καλλιεργεί αμπέλια, σιτάρια, ελιές, άσχετα αν προσφέρονται το έδαφος και το κλίμα. Ο αρχαϊσμός και η ανεπάρκεια χαρακτηρίζουν την κοινωνία του, τον πολιτισμό, την οικονομία, όλα» γράφει στη «Μεσόγειο» ο Μπρωντέλ. « Όταν είσαι ξένος σου έρχεται να καλογερέψεις από τη μοναξιά. Αγιάζεις υποχρεωτικά» μου έλεγε το παράπονό του ένας αναπληρωτής δάσκαλος σε χωριό του Ανατολικού Αιγαίου. Λίγες δεκαετίες πριν, ένας ξενομερίτης δάσκαλος, ο νεαρός Αναστάσης Κεφαλάς, παράτησε το δασκαλίκι και οδοιπόρος τράβηξε για τη Μονή των Αγίων Πατέρων. Ήταν ο μετέπειτα γνωστός Άγιος Νεκτάριος.
Όταν επισκέφτηκε ο Τουρνεφόρ την Ελάτα, αυτά τα βουνά ήταν υπερκατοικημένα, ή τουλάχιστον υπερκατοικημένα συγκριτικά με τον πλούτο τους. Όχι ότι δεν είχαν πόρους. Ο Πέτασος των Μεστών, όπως και οι απότομοι λόφοι της Ελάτας, έχει την αρώσιμη γη του χωμένη βαθιά στις κοιλάδες του ή επάνω σε καλλιεργούμενες αναβαθμίδες στις κλιτύες του. Σκόρπιες ανάμεσα σε άγονα ασβεστολιθικά εδάφη υπάρχουν εμφανίσεις φλύσχης και μαργών όπου καλλιεργούνταν σιτάρια και κριθάρια. Ένα από τα πλεονεκτήματα των βουνών της Νοτιοδυτικής Χίου είναι ότι διαθέτουν μια ποικιλία πόρων, από τα Μαστιχόδεντρα, τις Ελιές, τις Συκιές, τ’ αμπέλια στα χαμηλά μέχρι τα αληθινά δάση και τους βοσκότοπους στα ψηλότερα. Στην καλλιέργεια έρχονται να προστεθούν και τα οφέλη από την κτηνοτροφία. Περισσότερα τον αριθμό απ’ ότι σήμερα, τα ζώα- μέχρι τα χρόνια που έλαβε στους Αγίους Πατέρες τη μοναχική κουρά ο δάσκαλος απ’ τη Σηλυβρία- κατέκλυζαν τα βουνά της Δυτικής Χίου. Αν και ο Φερνάν Μπρωντέλ υποστηρίζει ότι τα δάση την εποχή εκείνη ήταν πυκνότερα απ’ ότι σήμερα, οι πιονέροι της φωτογραφικής τέχνης, όταν φωτογραφίζουν τοπία των Αιγαιοπελαγίτικων βουνών στο Άγιο Όρος, στην Κρήτη, την Χίο , μας αποκαλύπτουν ένα ολότελα διαφορετικό σκηνικό όπου τα «δάση» είναι τα maquis, περιοχές με θαμνώδη βλάστηση, αυτά τα παρ’ ολίγον δάση, που χρησίμευαν ωστόσο για βοσκοτόπια και καμιά φορά για κήπους και περιβόλια. Διέθεταν το κυνήγι τους, τις μέλισσές τους, ένας απολογισμός όχι τόσο ισχνός. Είναι αυτό που ονομάζει ο Τουρνεφόρ ως «εξοχή» της Βέσσας και της Ελάτας. Όπου «οι πέρδικες είναι ήμερες όπως οι κότες και Βεσσιανοί και Ελατούσιοι τις εκτρέφουν με φροντίδα. Τις πηγαίνουν το πρωί στην εξοχή για να βοσκήσουν, σαν κοπάδια προβάτων. Κάθε οικογένεια αναθέτει τις δικές της πέρδικες σε κοινό φύλακα και αυτός τις επιστρέφει το βράδυ» Η ζωή στα καμένα βουνά της Νοτιοδυτικής Χίου δεν είναι αδύνατη, έστω κι αν δεν ήταν ποτέ εύκολη. Η δουλειά στις κλιτύες, όπου το σκαπτικό μηχάνημα και τα οικιακά ζώα είναι άχρηστα, είναι σκληρή, απαιτεί μεγάλο κόπο! Το χώμα, γεμάτο πέτρες, πρέπει να καθαριστεί με τα χέρια. Πρέπει να το συγκρατήσουν για να μη κυλίσει. Κι αν χρειαστεί, πρέπει να το ξανανεβάσουν στην κορφή και να το στηρίξουν με ξερολιθιές. Δουλειά κοπιαστική, ατελείωτη! Αν σταματήσει, το βουνό ξαναγυρίζει στην άγρια κατάσταση: όλα πρέπει να ξαναγίνουν από την αρχή. Όμως η αμοιβή για τη δουλειά «ήλιο με ήλιο» είναι η ελευθερία. Η Φεουδαρχία του χιώτικου Κάμπου δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει στους κρίκους της αλυσίδας της τις ορεινές περιοχές «απ’ τον Ανέμωνα και κάτω». Εδώ δεν υπάρχουν ευγενείς άρχοντες. Ακόμα κι οι παπάδες- που όπως παρατηρούσε ο Γάλλος ιατρός και βοτανολόγος Τουρνεφόρ, συνιστούσαν την αριστοκρατία της υπαίθρου- ζούσαν πλάι στο ποίμνιο της ενορίας τους, ξεχέρσωναν τη γη μαζί τους, όργωναν κι αυτοί, έσκαβαν ή κουβαλούσαν ξύλα και κοπριά με τον «γάερό» τους. Και αποτελούσαν μόνιμο όνειδος για τους τετράπαχους Ιησουίτες κληρικούς του Κάμπου... Στα Μαστιχοχώρια δεν υπήρχε ο καλοζωισμένος κλήρος, αντικείμενο φθόνου και χλεύης. Οι πνιγηρές κοινωνίες, οι εισοδηματίες και αλαζονικοί ευγενείς βρίσκονταν κάτω στον Κάμπο. Αυτά τα βουνά ήταν το καταφύγιο της ελευθερίας και της αγροτικής δημοκρατίας. Όμως σ’ αυτά τα βουνά, γράφει ο Μπρωντέλ, η γη πεθαίνει, όταν δεν την προστατεύει η καλλιέργεια: η έρημος παραμονεύει την καλλιεργήσιμη γη, και όταν την πιάσει, δεν την αφήνει. Το ότι διατηρείται ή ανασυστήνεται με το μόχθο του αγρότη είναι ένα θαύμα. Το δείχνουν και οι στατιστικές σειρές που έχουμε στη διάθεσή μας, όταν Δεσπότης πια ο Άγιος Νεκτάριος άρχισε να χτίζει το μοναστήρι στην Αίγινα: Στο 1900, η καλλιεργήσιμη γη αντιπροσώπευε το 46% της γης στην Ιταλία, το 39,1% στην Ισπανία, το 34% στην Πορτογαλία και μόνο το 18% στην Ελλάδα.
Αλλά τι αποδίδουν οι καλλιεργημένες γαίες; Ελάχιστα πράγματα, εκτός από τις εξαιρετικές συνθήκες (π.χ. αρδευόμενα χωράφια στον κάμπο της Καλαμωτής), και υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το κλίμα. Δεν είναι μόνο ότι έριχνε περισσότερες βροχές. Ούτε ότι έκανε λιγότερες ξηρασίες. Ακόμα κι αν ο Θερβάντες περιγράφει στον Δον Κιχώτη το τοπίο της Μάντσας πολύ πιο πράσινο απ’ ότι είναι σήμερα, η Ιστορία της Μεσογείου φανερώνει ότι στη πρωτεύουσά της Μάντσας, το Βαγιαδολιθ, το 1607, το 1617 και το 1627 έκαναν απανωτές λιτανείες για να ξανάρθουν οι βροχές. Και οι λίγο παλιότεροι θα θυμούνται τις εκκλησιαστικές λιτανείες για βροχή στα Μαστιχοχώρια. (Και έχω να θυμάμαι μια τέτοια λιτανεία στην Ελάτα ανήμερα της γιορτής του Αη Νικόλα με τον καλό εφημέριο παπα-Γιώργη Αρακά. Και ευθύς εισακούσθησαν αι προσευχαί!)
Όταν ξαναδιάβασα πρόσφατα τη θρυλική «Μεσόγειο» του Γάλλου Ιστορικού διαπίστωσα ότι ο Μπρωντέλ αφιερώνει μηδαμινό χώρο για τις συνέπειες των πυρκαγιών. Η πυρκαγιά, πριν από την έλευση της κλιματικής αλλαγής ήταν μια ρυτίδα στην τοπική ιστορία. Η ίδια η αντιμετώπισή της στην πολυάνθρωπη ως πρόσφατα Ελληνική ύπαιθρο ήταν ριζικά διαφορετική. Έγραφε ο Ηλίας Βενέζης για μια φωτιά στη γειτονική μας Λέσβο:
«Ήταν νωρίς το βράδυ, κάπου 9 η ώρα, όταν η φωτιά που ξεκίνησε ακριβώς απ’ την εξοχική κούλα του Αργύρη Εφταλιώτη, έλαμψε απειλητική στην κορυφή του βουνού. Φυσούσε γερό μελτέμι, οι ξερές αστοιβιές έγιναν προσάναμμα, οι διαστάσεις της φωτιάς μεγάλωναν από λεπτό σε λεπτό. Το θέαμα έγινε αμέσως άγριο και μεγαλειώδες: η θάλασσα απ’ τη μια, ο Λεπέτυμνος, το βουνό, απ’ την άλλη φωτίστηκαν δυνατά, ο αέρας βούιζε, τα κύματα. Απ’ το μέρος που απειλούσε η φωτιά, απ’ την Εφταλού, ως το Μόλυβο η απόσταση είναι ίσαμε τρία χιλιόμετρα. Ο Ανδρέας, ο νέος της γειτονικής κούλας είχε την έμπνευση να τρέξει αμέσως στο χωριό με το αυτοκίνητό του και να σημάνει την καμπάνα. Τότε, σ’ αυτό το σήμα κινδύνου που θύμιζε τις εποχές των πειρατικών επιδρομών απ’ τις οποίες τόσο υπέφερε το Αιγαίο, έγινε το θαυμαστό: όλο το χωρίο με τον δήμαρχό του τινάχτηκε σαν μια ψυχή. Οι άνδρες, οι γυναίκες, απ’ τα σπίτια, απ’ τα ταβερνάκια, απ’ τα χωράφια, όπου και να βρίσκονταν, άρχισαν να τρέχουν στην έξοδο του χωριού για να πάνε να πολεμήσουν το κακό. Και οι ξένοι παραθεριστές, αλλοεθνείς και δικοί μας, αυτόν τον πρωτοφανή συναγερμό του χωριού βλέποντας, έτρεξαν κι αυτοί με τα αυτοκίνητά τους, με τα τροχόσπιτά τους, με τις μοτοσυκλέτες τους, και άρχισαν να κουβαλούνε το λαό προς την Εφταλού.
Ήταν μια εκπληκτική κίνηση του πλήθους, όλα τα μάτια λάμπανε με την ίδια λάμψη κι όλες οι καρδιές χτυπούσαν με τον ίδιο τρόπο: να σωθεί η Εφταλού, να σωθούν τα πεύκα και τα ρόμπολα και οι κούλες και οι ελαιώνες που ανάστησαν οι πατέρες τους, να γλιτώσει το χωριό απ΄αυτή τη συμφορά.
Είδαν τις φωτιές από μακριά και τα γρι-γρι που ψάρευαν στο στενό ανάμεσα κάβο-Μπαμπά και Μόλυβο σήκωσαν γρήγορα τα δίχτυα κι ήρθαν κατάγιαλο κι έριξαν τα φώτα τους απάνω στη φλεγόμενη πλαγιά, μες στη νύχτα και θέλαν να βγάλουν τα τσούρμα τους να βοηθήσουν στο σβήσιμο της φωτιάς.
Κι ενώ η φωτιά, γερά δυναμωμένη απ’ το μελτέμι, έφτανε πια στον πευκώνα και στους ελιώνες κι απειλούσε την Εφταλού, άξαφνα το βουνό γέμισε ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες απ’ το χωριό, που χύμησαν απάνω της και την πολεμούσαν με κλαδιά δέντρων και με νερό, κουβαλημένο χέρι με χέρι. Οι ξένοι, οι γυναίκες τους προπάντων, ακολουθώντας το παράδειγμα των χωριανών του Μόλυβου που τους ηλέκτριζε, πέφταν κι αυτές απάνω στη φωτιά, μισόγυμνες καταπώς ήταν, κι όλα αυτά χωρίς φωνές, χωρίς σαστιμάρα, χωρίς έξαλλα πράματα, αλλά με σύστημα και με αυτοθυσία. Όσες δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τη φωτιά, προσεύχονταν όρθιες και σταυροκοπιούνταν μουρμουρίζοντας την ικεσία τους να βοηθήσουν οι Άγιοι Ανάργυροι της Εφταλούς να κοπάσει ο αέρας, ν’ αλλάξει ο καιρός. Τα σφιγμένα πρόσωπά τους, χλωμά, έλαμπαν μες στη λάμψη της φωτιάς. Και τα μάτια τους, στραμμένα κατά την Λεπέτυμνο, την κοίταζαν.
Τότε το θαύμα έγινε. Ακριβώς ένα μέτρο απ΄ τον πευκώνα και από τα ωραία ρόμπολα της Εφταλούς, ακριβώς ένα μέτρο, οι προσπάθειες των ανθρώπων, η αυτοθυσία τους, η αυταπάρνησή τους, σταμάτησαν τη φωτιά. Εκείνη τη στιγμή έκοψε κι ο αγέρας και το μελτέμι γύρισε σε προβέντζα. Άλλαξε η πορεία του ανέμου, η Εφταλού είχε σωθεί. Όλη τη νύχτα βάρδιες-βάρδιες ξαγρυπνήσαμε σβήνοντας τις εστίες που έμεναν εδώ κι εκεί, στο βουνό. Ήταν ένα λαμπρό παράδειγμα ομαδικής συμπεριφοράς ενός χωριού απέναντι σ’ ένα κοινό κίνδυνο. Η εποχή μας έκαμε τους ανθρώπους κλειστούς, δοσμένους μόνο σε ό,τι τους αφορά προσωπικά και τους υπηρετεί. Η φωτιά του Μόλυβου μας έκαμε να ξαναεμπιστευόμαστε τον άνθρωπο και να ελπίζουμε.
Την άλλη μέρα όλοι οι ξένοι είχαν να λένε για τα συμβάντα. Οι γυναίκες έδειχναν με περηφάνια τα εγκαύματα που είχαν στο σώμα τους, οι γερόντισσες πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους Αναργύρους, το παράλιο εκκλησάκι της Εφταλούς…»
Από κείνη την εποχή έχουν αλλάξει πολλά: oι χρήσεις της γης άλλαξαν, κάποιες αρετές της φυλής υπνώττουν, η ύπαιθρος ερήμωσε αλλά κυρίως η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα. Η πέμπτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του Ο.Η.Ε. για την Αλλαγή του Κλίματος (I.P.C.C.) (http://www.ipcc.ch) δημοσιεύτηκε πρόσφατα. Το I.P.C.C. αποτελείται από τους πλέον σημαίνοντες επιστήμονες που μελετούν την κλιματική αλλαγή. Ευθύνη τους, η συνολική και συλλογική αξιολόγηση της βιβλιογραφίας και των πλέον πρόσφατων ερευνών. Όπως και στις προηγούμενες εκθέσεις, τα συμπεράσματα της Επιτροπής δεν σηκώνουν αμφιβολία. Το κλίμα αλλάζει. Η ανθρωπότητα ευθύνεται γι’ αυτό.
Συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής στα Μαστιχοχώρια
Οι συνέπειες που προβλέπονται από τις κλιματολογικές μελέτες θα θέσουν σε δοκιμασία τα οικοσυστήματα της Νότιας Χίου. Οι ετήσιες θερμοκρασίες προβλέπεται να αυξηθούν στα Μαστιχοχώρια όπως και στη Νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο περισσότερο από τον παγκόσμιο όρο. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δασικό Ινστιτούτο, η υπολογισμένη παγκόσμια θέρμανση είναι +2,8ο C ενώ για την Μεσόγειο των Μαστιχοχώρων + 3,5ο C. Οι μέγιστες θερμοκρασίες είναι πιθανό να αυξηθούν περισσότερο από ότι οι μέσες ή οι ελάχιστες θερμοκρασίες. Αυτό ήδη είναι μια πραγματικότητα για όσους μαστιχοκαλλιεργητές επιμένουν να διατηρούν κάποιο λαχανόκηπο. Οι περίφημες πυργούσικιες «φασόλες» αυτά τα ολόασπρα, βραστερά όσπρια, οι μικρόσωμοι σπόροι μιας τοπικής ποικιλίας είναι είδος προς εξαφάνιση όπως και πολλές καλλιέργειες κηπουρικών. Όλες έχουν υποβαθμιστεί εξαιτίας της θερμοπληξίας, του θερμοκρασιακού σοκ που υφίστανται τα μεσημέρια και τις κάνει ευάλωτες σε ασθένειες. «-Άμα δε ραντίσεις, δεν τρως» είναι το motto πια έμπειρων αγροτών που επιμένουν να διατηρούν λίγα κηπουρικά για αυτοκατανάλωση. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό ινστιτούτο, οι ετήσιες βροχές είναι πολύ πιθανό να μειωθούν στα νησιά του Αιγαίου όπως και ο αριθμός των ημερών με βροχή. Άλλες αλλαγές περιλαμβάνουν μειώσεις της σχετικής υγρασίας της ατμόσφαιρας και της νεφοκάλυψης, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές στη μέση ετήσια ταχύτητα του ανέμου εκτός από μια μικρή αύξηση το καλοκαίρι της έντασης των μελτεμιών και της διάρκειάς τους. Το υδατικό στρες των φυτών είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί και το ίδιο ισχύει για τη θνησιμότητά τους (συμπεριλαμβανομένων των δέντρων), οπότε ενδεχομένως να αυξηθεί η επικινδυνότητα της καύσιμης ύλης σε πολλές περιοχές.
Η αλλαγή του κλίματος αυξάνει την διάρκεια και επιδεινώνει τις συνθήκες της αντιπυρικής περιόδου ενώ οι επαναλαμβανόμενες ξηρασίες είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο την αναγέννηση των οικοσυστημάτων μετά την πυρκαγιά. (Moriondo J., et al, 2006, Climate Research 31:85-95).
Kαθώς ο κίνδυνος των δασικών πυρκαγιών στη Νότια Χίο πρόκειται να αυξηθεί, χρειαζόμαστε στρατηγικές που να χαρακτηρίζονται από προνοητικότητα, όπου εξετάζονται ταυτόχρονα κι άλλοι παράγοντες όπως οι αλλαγές στη χρήση γης αλλά και αλλαγές στην ιδεολογία και την κοινωνία:
- Μια προνοητική στρατηγική θα πρέπει να εστιάζει στην χαρτογράφηση των νέων περιοχών που βρίσκονται υπό την απειλή της φωτιάς: στόχος της είναι η προστασία όσων ΔΕΝ έχουν καεί.
- Μια προνοητική στρατηγική χρειάζεται να συλλέξει πληροφορίες για τις κοινωνικές αλλαγές. Ήδη υπάρχει μια δημογραφική μετατόπιση: Πολλές οικογένειες Αλβανικής καταγωγής πρόσφατα άρχισαν να εργάζονται ως εργάτες γης στη μαστιχοκαλλιέργεια παρά ως οικοδόμοι. Το 35% του μαθητικού πληθυσμού στο Νηπιαγωγείο Πυργίου, όπου εργάζομαι, είναι αλλοδαπά παιδιά, μια τάση που έχει σταθεροποιηθεί εδώ και 3-4 χρόνια. Υπάρχουν Mαστιχοχώρια που έκαναν την έκπληξη με το δημογραφικό δυναμισμό τους τα τελευταία χρόνια (Ελάτα, Ολύμποι) και μπόρεσαν και συγκράτησαν τον πληθυσμό τους με την εισροή Ελλήνων μεταναστών από τα αστικά κέντρα. Σε κάποιες περιπτώσεις, Μαστιχοχώρια που παραδοσιακά είχαν ενδογαμικές γαμήλιες στρατηγικές όπως το Πυργί, είδαν τις πτυχιούχους κόρες τους να φέρνουν γαμπρούς (Γεια σου Αλέξη!) από τις πανεπιστημιουπόλεις που σπούδαζαν. Είναι ένα στοίχημα για τις τοπικές κοινωνίες να «ζέψουν» στον τίμιο ζυγό του πρωτογενή τομέα αυτά τα μορφωμένα νιάτα τα οποία αναμένεται να μειώσουν τον μεγάλο μέσο όρο ηλικίας των μαστιχοκαλλιεργητών και με την μόρφωση τους να αρνηθούν να υποκύψουν στις παραινέσεις για αλόγιστη χρήση των ζιζανιοκτόνων.
- Mια προνοητική στρατηγική χρειάζεται να διαθέτει ισχυρές πεποιθήσεις για την καταστολή μιας δασικής πυρκαγιάς: Ίσως θα χρειαστεί κάποιοι να αποκλειστούν, που μπορεί να αποδειχθούν χρησιμότεροι σε αστικού τύπου πυρκαγιές. Οι πυροσβέστες που δεν προέρχονται από χωριά αλλά από μεγάλες πόλεις-εκτός αν είναι άρτια εκπαιδευμένοι-είναι κατά κανόνα λιγότερο άνετοι και αποδοτικοί στην πυρόσβεση δασικών πυρκαγιών.
Το νηφάλιο δρεπάνι έναντι απασφαλισμένης χειρομβοβίδας: Δύο ανταγωνιστικές προσεγγίσεις για την πάσχουσα Νότια Χίο.
Πριν καλά καλά σβήσουν οι τελευταίες εστίες της πρόσφατης πυρκαγιάς, πολιτευτής μεγάλου κόμματος απείλησε σε άρθρο τοπικής εφημερίδας την «απασφάλιση» χειροβομβίδας από το «λαό» της Χίου. Η απειλή για χωρίς όρια αντιδράσεις που προτείνει ο υποψήφιος βουλευτής τέμνεται στα εθνολαϊκιστικά αντανακλαστικά της με την πρόταση του εκπροσώπου της ΛΑΕ στο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο που έλαβε χώρα την επόμενη της πυρκαγιάς: Για τους ΚΚΕεδες η λύση είναι να μην πληρώσουν ΕΜΦΙΑ οι Χιώτες, συμπεριλαμβανομένων και των υπόλοιπων φοροαπαλλαγών. Λέξη για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, την συγκεκριμένη Μαρία Μπιζάνη του Γεωργίου, την κάθε γυναίκα και άνδρα από όσα χωριά είχαν 80% μέχρι 100% απώλειες του φυτικού τους κεφαλαίου που «πήγαν να ανοίξουν -πρώτη χρονιά μετά το καταστροφικό 2012- την πόρτα, και τους έμεινε η μπετούγια στο χέρι». Λέξη για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που πρέπει να εξασφαλιστεί για αυτούς τους ανθρώπους! Δεν είναι ούτε αριστερό ούτε δεξιό αυτό το αίτημα αλλά ανθρώπινο αίτημα ώστε να μην πεινάσουν οι αξιοπρεπείς αγρότες. Αν στο παρελθόν ΠαΣόΚ και Ν.Δ «τα βρήκαν» στα μεγάλα αναπτυξιακά έργα της Χίου (αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους κ.λπ.), τα οποία είναι πηγές σκανδάλων, κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος και περιβαλλοντικής καταστροφής χωρίς να κάνουν ούτε μια αντιπυρική ζώνη, σήμερα, μετά τη φωτιά επείγει άμεσο μορατόριουμ σε όλα τα υπό εξέλιξη έργα που τροφοδοτήθηκαν με το έωλο επιχείρημα της τουριστικής ανάπτυξης «που άργησε μια μέρα» και στροφή στην πολιτική κοινωνικής μέριμνας, με ταυτόχρονη στήριξη των συνεταιρισμών και της αλληλέγγυας οικονομίας, μια σωστή πολιτική αφού σε μια οικονομία με χαμηλή ή μηδενική ανάπτυξη οι συνεταιρισμοί έχουν φυσικό πλεονέκτημα μια και δεν απαιτούν διαρκή αύξηση των κερδών τους για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Ας κολυμπήσει η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών ενάντια στο ρεύμα και ας μη στέκεται στην όχθη σχολιάζοντας τη ροή του ποταμού επειδή φοβάται να βραχεί κι ας προτείνει όσοι παραδώσουν φέτος πάνω από 150 κιλά μαστίχι να δώσουν το 10% στην Ένωση που θα το μοιράσει σε όσους πυρόπληκτους περίμεναν μόνο από το μαστίχι εισόδημα.
Δήμαρχος και πρόεδρος της ΕΜΧ στην ίδια συνεδρίαση πρότειναν το κρίσιμο προληπτικό μέτρο των ζωνών πυροπροστασίας. Ο Μανώλης Βουρνούς με την αποστροφή του «για την κομμένη ελιά που καλύτερα να είναι του γείτονα» θύμισε σε όλους μας μια αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας, την τραγωδία των κοινών (Tragedy of the Commons). O Σεφέρης, που βίωσε στο πετσί του ως διπλωμάτης στο Κάιρο την διχόνοια που θα έσπειρε τον Εμφύλιο οπωσδήποτε θα συμφωνούσε. Έγραφε το 1941:
«Ὁ ἄνθρωπος σὰν ἔρθει ὁ θέρος, προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ' ἄλλο χωράφι∙ σὰν ἔρθει ὁ θέρος, ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νά ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ , ἄλλοι μπερδεύονται μὲς στ' ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν.»
Στο ίδιο ποίημα, λίγο πιο κάτω, έγραφε:
«Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες, νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης ποὺ ἔφυγε μ' ἀνοιχτές πληγές ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μές στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, οὔρλιαζε ψηλαφῶντας τὸν πόνο μας∙ «Στὰ σκοτεινά πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινά προχωροῦμε…» Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά»
Τις ημέρες της φωτιάς στάθηκα τυχερός που επιβεβαίωσα ότι ο προφητικός λόγος του μεγάλου νομπελίστα συνεχίζει ακόμα να ισχύει. Ευτυχώς! Είδα στα βουνά τον εκπληκτικό ακτιβισμό στην πρώτη γραμμή του μετώπου των εθελοντικών ομάδων και, «για να ευλογήσουμε τα γένια μας», τα επιτεύγματα πυρόσβεσης των μπαρουτοκαπνισμένων νεαρών του Εθελοντικού Σώματος Δασοπροστασίας Πυργίου.
Τώρα που η κλιματική αλλαγή απειλεί «η Νότια Χίος να έχει περισσότερα πανηγύρια (θείες λειτουργίες σε εξωκλήσια) παρά δέντρα» όπως έγραφε ένας παλιός γεωγράφος για τον Ελληνικό χώρο, σκέφτηκα ότι το παράδειγμα αυτών των σκληραγωγημένων νεαρών είναι μια συναρπαστική αλληγορία για τη χώρα μας. Γεννήθηκαν όλοι τους στην τροχιά της ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε μια χώρα λιτής ζωής που είχε προλάβει να γίνει μια χώρα επιδεικτικής κατανάλωσης· από μια χώρα-μητρόπολη μιας μεγάλης διασποράς έγινε μια χώρα εισροής και διέλευσης μεταναστών, με αποτέλεσμα βαθιές και απρόβλεπτες αλλαγές, εν πολλοίς αδιόρατες ακόμη. Η οικονομική κρίση αλλά και η αντιμετώπισή της προκάλεσε ραγδαία οικονομική ύφεση που εκτόξευσε σε πρωτοφανή επίπεδα την ανεργία των περισσότερων φίλων τους.
Και εδώ διαφωνώ ριζικά με τον Δήμαρχο! Αν αυτός βλέπει ριψάσπιδες, που με την πρώτη (αλλοίμονο, και δεύτερη..!) κακοτυχία μεταναστεύουν στον Κάμπο και κάποιοι παρατηρούν μελαγχολικά το ρεύμα των υπερμορφωμένων γενίτσαρων που μεγεθύνουν το ΑΕΠ της Δύσης, εγώ προτιμώ να καμαρώνω τον ενθουσιασμό του νεαρού μαθητή μου Γιάννη Ζερβούδη που με «τζιχαντιστικό» μένος υψώνει τη μαυρισμένη γροθιά του, στην καρότσα του αγροτικού, καθώς οδεύει στην κατάσβεση με την παρέα.
Δεν ξέρω, αλλά όλο και πιο συχνά, αυτή η γενιά, που δεν είχε και ούτε θα έχει τις ευκαιρίες της δικής μου γενιάς, εγκαλεί μέσα μου τη σεπτή μνήμη των νεομαρτύρων. Σήμερα, οι ιστορικοί πιστεύουν ότι το κίνημα των Nεομαρτύρων προηγήθηκε του νεοελληνικού διαφωτισμού για να μπορέσουμε σήμερα να αναγνωριστούμε ως Έλληνες. Οι Νεομάρτυρες ΔΕΝ ήταν Φαναριώτες! Τηρουμένων των αναλογιών, δεν είχαν σπουδάσει σε γερά ξένα πανεπιστήμια όπως αυτοί που μας έριξαν στα μνημονιακά βράχια. Το κίνημα των Νεομαρτύρων που η Χιώτικη εκκλησία ιδιαιτέρως σεμνύνεται άρχιζε και τέλειωνε στη βάση της κοινωνίας. Οι «Νεομάρτυρες» εικονογραφούν τον τύπο όσων αρθρώνουν ένα αίτημα εθνικής ανεξαρτησίας με το δικό τους σχέδιο ριζικών μεταρρυθμίσεων, επανιδρύοντας ουσιαστικά το κράτος και συγκροτώντας το έθνος.
Μετά την πεντάχρονη κρίση, η Ελλάδα είναι σαν να έχει περάσει έναν μεγάλο πόλεμο και να έχει ηττηθεί. Παρόμοια καταστροφή του Α.Ε.Π., της απασχόλησης, της περιουσίας και του τρόπου ζωής των πολιτών μόνο μετά από πολεμικές καταστάσεις είναι νοητή. Επομένως, η χώρα πρέπει να σταθεί στα πόδια της, όχι μόνο οικονομικά αλλά και ηθικά. Να γίνει η ίδια το υποκείμενο της ανασυγκρότησής της. Γιατί όμως ο λόγος για Νεομάρτυρες ; Για να πάει μπροστά η Πατρίδα χρειάζεται ασφαλώς ένα πλαίσιο αρχών και μεταρρυθμιστική θέληση, αλλά προπαντός άνθρωποι αποφασισμένοι, από τις κορυφές έως τη βάση της κοινωνίας. Άνθρωποι μεγαλωμένοι μέσα στο νεωτερικό περιβάλλον των αρχών του 21ου αιώνα, του οποίου όμως τις αντιφάσεις έχουν βιώσει δραματικά στο σχέδιο της ζωής τους, που να δεσμεύονται μέσα σε ένα κοινό, ευρύχωρο σχέδιο και να έχουν μια ριζοσπαστικά διαφορετική εικόνα για το μέλλον.
Οι Νεομάρτυρες δεν παράγονται από την κουλτούρα της «απασφάλισης» που προτείνει ο πολιτευτής, μιας διαμαρτυρίας που μένει πάντα διαμαρτυρία. Προκύπτουν από την κριτική και ταυτόχρονα την ενσωμάτωση των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων. Οι Νεομάρτυρες δεν αναφύονται σε περιβάλλον εθνικών συνασπισμών, που ευνοούν τους ισορροπιστές, ούτε μέσα από απομιμήσεις παλαιοκομματικών τακτικισμών και παραγοντισμούς. Με δυο λόγια, η ανάταξη της χώρας χρειάζεται τους δικούς της «Νεομάρτυρες». Τους βλέπω κάθε μεσημέρι να φυλούν σκοπιά λίγο πιο κάτω απ’ το Μουσείο της Μαστίχας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου