Ένα παρελθόν χωρίς εξωραϊσμό
«-Όταν αντίκρισα την Ελάτα, ο νους μου πήγε στα απόκρημνα, αρχαϊκά κεφαλοχώρια της Σικελίας, της Σαρδηνίας, της Κορσικής, …» μου έλεγε ένας κοσμογυρισμένος τουρίστας κάτω από τα τείχη του μοναστηριού της Παναγιάς, τοπόσημου μνήμης για τους απανταχού Λατούσους.

Ο οικισμένος χώρος των βουνών της Δυτικής Χίου χάνεται μέσα σε μια πολύ πλατιά έκταση, όπου η κυκλοφορία δεν ήταν ποτέ εύκολη, ένας χώρος που στερείται μοιραία τη δυνατότητα να έχει επαφές και ανταλλαγές, απαραίτητες για την ανανέωση κάθε πολιτισμού. «Το βουνό είναι υποχρεωμένο να ζει από τους δικούς του πόρους στους ζωτικούς τομείς, να παράγει πάση θυσία τα πάντα, να καλλιεργεί αμπέλια, σιτάρια, ελιές, άσχετα αν προσφέρονται το έδαφος και το κλίμα. Ο αρχαϊσμός και η ανεπάρκεια χαρακτηρίζουν την κοινωνία του, τον πολιτισμό, την οικονομία, όλα» γράφει στη «Μεσόγειο» ο Μπρωντέλ. « Όταν είσαι ξένος σου έρχεται να καλογερέψεις από τη μοναξιά. Αγιάζεις υποχρεωτικά» μου έλεγε το παράπονό του ένας αναπληρωτής δάσκαλος σε χωριό του Ανατολικού Αιγαίου. Λίγες δεκαετίες πριν, ένας ξενομερίτης δάσκαλος, ο νεαρός Αναστάσης Κεφαλάς, παράτησε το δασκαλίκι και οδοιπόρος τράβηξε για τη Μονή των Αγίων Πατέρων. Ήταν ο μετέπειτα γνωστός Άγιος Νεκτάριος.
Όταν επισκέφτηκε ο Τουρνεφόρ την Ελάτα, αυτά τα βουνά ήταν υπερκατοικημένα, ή τουλάχιστον υπερκατοικημένα συγκριτικά με τον πλούτο τους. Όχι ότι δεν είχαν πόρους. Ο Πέτασος των Μεστών, όπως και οι απότομοι λόφοι της Ελάτας, έχει την αρώσιμη γη του χωμένη βαθιά στις κοιλάδες του ή επάνω σε καλλιεργούμενες αναβαθμίδες στις κλιτύες του. Σκόρπιες ανάμεσα σε άγονα ασβεστολιθικά εδάφη υπάρχουν εμφανίσεις φλύσχης και μαργών όπου καλλιεργούνταν σιτάρια και κριθάρια. Ένα από τα πλεονεκτήματα των βουνών της Νοτιοδυτικής Χίου είναι ότι διαθέτουν μια ποικιλία πόρων, από τα Μαστιχόδεντρα, τις Ελιές, τις Συκιές, τ’ αμπέλια στα χαμηλά μέχρι τα αληθινά δάση και τους βοσκότοπους στα ψηλότερα. Στην καλλιέργεια έρχονται να προστεθούν και τα οφέλη από την κτηνοτροφία. Περισσότερα τον αριθμό απ’ ότι σήμερα, τα ζώα- μέχρι τα χρόνια που έλαβε στους Αγίους Πατέρες τη μοναχική κουρά ο δάσκαλος απ’ τη Σηλυβρία- κατέκλυζαν τα βουνά της Δυτικής Χίου. Αν και ο Φερνάν Μπρωντέλ υποστηρίζει ότι τα δάση την εποχή εκείνη ήταν πυκνότερα απ’ ότι σήμερα, οι πιονέροι της φωτογραφικής τέχνης, όταν φωτογραφίζουν τοπία των Αιγαιοπελαγίτικων βουνών στο Άγιο Όρος, στην Κρήτη, την Χίο , μας αποκαλύπτουν ένα ολότελα διαφορετικό σκηνικό όπου τα «δάση» είναι τα maquis, περιοχές με θαμνώδη βλάστηση, αυτά τα παρ’ ολίγον δάση, που χρησίμευαν ωστόσο για βοσκοτόπια και καμιά φορά για κήπους και περιβόλια. Διέθεταν το κυνήγι τους, τις μέλισσές τους, ένας απολογισμός όχι τόσο ισχνός. Είναι αυτό που ονομάζει ο Τουρνεφόρ ως «εξοχή» της Βέσσας και της Ελάτας. Όπου «οι πέρδικες είναι ήμερες όπως οι κότες και Βεσσιανοί και Ελατούσιοι τις εκτρέφουν με φροντίδα. Τις πηγαίνουν το πρωί στην εξοχή για να βοσκήσουν, σαν κοπάδια προβάτων. Κάθε οικογένεια αναθέτει τις δικές της πέρδικες σε κοινό φύλακα και αυτός τις επιστρέφει το βράδυ» Η ζωή στα καμένα βουνά της Νοτιοδυτικής Χίου δεν είναι αδύνατη, έστω κι αν δεν ήταν ποτέ εύκολη. Η δουλειά στις κλιτύες, όπου το σκαπτικό μηχάνημα και τα οικιακά ζώα είναι άχρηστα, είναι σκληρή, απαιτεί μεγάλο κόπο! Το χώμα, γεμάτο πέτρες, πρέπει να καθαριστεί με τα χέρια. Πρέπει να το συγκρατήσουν για να μη κυλίσει. Κι αν χρειαστεί, πρέπει να το ξανανεβάσουν στην κορφή και να το στηρίξουν με ξερολιθιές. Δουλειά κοπιαστική, ατελείωτη! Αν σταματήσει, το βουνό ξαναγυρίζει στην άγρια κατάσταση: όλα πρέπει να ξαναγίνουν από την αρχή. Όμως η αμοιβή για τη δουλειά «ήλιο με ήλιο» είναι η ελευθερία. Η Φεουδαρχία του χιώτικου Κάμπου δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει στους κρίκους της αλυσίδας της τις ορεινές περιοχές «απ’ τον Ανέμωνα και κάτω». Εδώ δεν υπάρχουν ευγενείς άρχοντες. Ακόμα κι οι παπάδες- που όπως παρατηρούσε ο Γάλλος ιατρός και βοτανολόγος Τουρνεφόρ, συνιστούσαν την αριστοκρατία της υπαίθρου- ζούσαν πλάι στο ποίμνιο της ενορίας τους, ξεχέρσωναν τη γη μαζί τους, όργωναν κι αυτοί, έσκαβαν ή κουβαλούσαν ξύλα και κοπριά με τον «γάερό» τους. Και αποτελούσαν μόνιμο όνειδος για τους τετράπαχους Ιησουίτες κληρικούς του Κάμπου... Στα Μαστιχοχώρια δεν υπήρχε ο καλοζωισμένος κλήρος, αντικείμενο φθόνου και χλεύης. Οι πνιγηρές κοινωνίες, οι εισοδηματίες και αλαζονικοί ευγενείς βρίσκονταν κάτω στον Κάμπο. Αυτά τα βουνά ήταν το καταφύγιο της ελευθερίας και της αγροτικής δημοκρατίας. Όμως σ’ αυτά τα βουνά, γράφει ο Μπρωντέλ, η γη πεθαίνει, όταν δεν την προστατεύει η καλλιέργεια: η έρημος παραμονεύει την καλλιεργήσιμη γη, και όταν την πιάσει, δεν την αφήνει. Το ότι διατηρείται ή ανασυστήνεται με το μόχθο του αγρότη είναι ένα θαύμα. Το δείχνουν και οι στατιστικές σειρές που έχουμε στη διάθεσή μας, όταν Δεσπότης πια ο Άγιος Νεκτάριος άρχισε να χτίζει το μοναστήρι στην Αίγινα: Στο 1900, η καλλιεργήσιμη γη αντιπροσώπευε το 46% της γης στην Ιταλία, το 39,1% στην Ισπανία, το 34% στην Πορτογαλία και μόνο το 18% στην Ελλάδα.
Αλλά τι αποδίδουν οι καλλιεργημένες γαίες; Ελάχιστα πράγματα, εκτός από τις εξαιρετικές συνθήκες (π.χ. αρδευόμενα χωράφια στον κάμπο της Καλαμωτής), και υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το κλίμα. Δεν είναι μόνο ότι έριχνε περισσότερες βροχές. Ούτε ότι έκανε λιγότερες ξηρασίες. Ακόμα κι αν ο Θερβάντες περιγράφει στον Δον Κιχώτη το τοπίο της Μάντσας πολύ πιο πράσινο απ’ ότι είναι σήμερα, η Ιστορία της Μεσογείου φανερώνει ότι στη πρωτεύουσά της Μάντσας, το Βαγιαδολιθ, το 1607, το 1617 και το 1627 έκαναν απανωτές λιτανείες για να ξανάρθουν οι βροχές. Και οι λίγο παλιότεροι θα θυμούνται τις εκκλησιαστικές λιτανείες για βροχή στα Μαστιχοχώρια. (Και έχω να θυμάμαι μια τέτοια λιτανεία στην Ελάτα ανήμερα της γιορτής του Αη Νικόλα με τον καλό εφημέριο παπα-Γιώργη Αρακά. Και ευθύς εισακούσθησαν αι προσευχαί!)
Όταν ξαναδιάβασα πρόσφατα τη θρυλική «Μεσόγειο» του Γάλλου Ιστορικού διαπίστωσα ότι ο Μπρωντέλ αφιερώνει μηδαμινό χώρο για τις συνέπειες των πυρκαγιών. Η πυρκαγιά, πριν από την έλευση της κλιματικής αλλαγής ήταν μια ρυτίδα στην τοπική ιστορία. Η ίδια η αντιμετώπισή της στην πολυάνθρωπη ως πρόσφατα Ελληνική ύπαιθρο ήταν ριζικά διαφορετική. Έγραφε ο Ηλίας Βενέζης για μια φωτιά στη γειτονική μας Λέσβο: