Όταν πριν από δυό-τρία χρόνια οδηγούσε ένα φίλο του στην κορυφή του κάστρου των Απολίχνων, στα δυτικά του χωριού του των Αρμολίων, δεν μπορούσε τότε ακόμη να φανταστεί ότι ένα από τά όνειρα του για το Γενοβέζικο φρούριο θα γινόταν πραγματικότητα. Πάνω στα ανατολικά του τείχη, ήταν τότε που του είχε πεί ότι μικρά παιδιά όλα τα Αρμολουσάκια ανέβαιναν εκεί και έπαιζαν. «Χωρίς να ξέρουμε τι κάνουμε, παίρναμε τις πέτρες του τείχους και τις πετούσαμε στον γκρεμό. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι καταστροφή προκαλούσαμε στην ιστορία και την κουλτούρα του τόπου μας, όπως δεν μπορούσαν να το καταλάβουν ακόμη και οι μεγάλοι άνθρωποι που δεν το κατάστρεψαν λιγότερο», είχε πεί.
Και βγάζοντας τον καημό του είχε εκμυστηρευθεί ότι αυτός ήταν που είχε ρίξει την ιδέα στον αείμνηστο νομάρχη Γ. Καλουτά να το επισκευάσει και να το αξιοποιήσει. Κι’ εκείνος πρόλαβε να διαμορφώσει το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτό, με σήμανση και της χλωρίδας της περιοχής. Εκείνος «έφυγε» και δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα άλλο, αλλά ο Σταμάτης επέμενε. Πριν από λίγες μέρες που έγινε ακόμη ένα βήμα από το σημερινό νομάρχη Π. Λαμπρινούδη με το φωτισμό του, ένοιωσε να τον πνίγει μια αντρίκια συγκίνηση. Αλλά ένοιωσε και μια σιωπηλή δικαίωση ενός μέρους του ονείρου του. Ένα όνειρο που θα ολοκληρωθεί και θα δικαιωθεί μόνο με την ολοκληρωτική αναστήλωση και την πλήρη αξιοποίηση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου